- πινγκουικούλα
- (pinguicula). Γένος πολυετών φυτών της οικογένειας των Λεντιβουλαριιδών της τάξης των προσωπανθών. Περιλαμβάνει γύρω στα 40 είδη, τρία από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα. Είναι γνωστά και με την ονομασία «λιπαρόφυλλο», επειδή τα φύλλα του καλύπτονται από ένα λιπαρό στρώμα, χάρη στο οποίο μερικά είδη συλλαμβάνουν έντομα, χωρίς όμως να τα χωνεύουν. Έχουν κοντό και πλατύ ρίζωμα και φύλλα σαρκώδη στη βάση τους, ενώ τα άνθη, μεμονωμένα, σχηματίζονται στην κορυφή μακρού ποδίσκου. Έχουν ανώμαλο σχήμα, μακρουλό πλήκτρο και μενεξεδί συνήθως χρώμα, αποτελούνται δε από τρία ενωμένα πέταλα και ένα κατώτερο χείλος. Δυο άλλα πέταλα ενωμένα μεταξύ τους και με το κατώτερο χείλος, σχηματίζουν το ανώτερο χείλος. Σπουδαιότερα είδη είναι ηπ. η κοινή, που ευδοκιμεί τόσο στα πεδινά όσο και στα ορεινά εδάφη, αν βρίσκει υγρό περιβάλλον, και η π. η άλπειος, μεγέθους 3-15 εκ. Ανθίζει από τον Ιούνιο έως τον Αύγουστο, τα δε μικρά και μεμονωμένα λουλούδια της έχουν ωραία λευκή στεφάνη με κίτρινα στίγματα και κοντό πλήκτρο.
Πιγκουικούλα, εντομοφάγο φυτό.
Dictionary of Greek. 2013.